- ανεξαγόραστος
- -η, -ο1. (για πράγματα) αυτός που δεν εξαγοράζεται ή δεν είναι δυνατόν να εξαγοραστεί2. (για πρόσωπα) όποιος δεν δωροδοκείται ή δεν είναι δυνατόν να δωροδοκηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άδωρος — η, ο (Α ἄδωρος, ον) 1. αυτός που δεν δέχεται δώρα, ο αδωροδόκητος, ανεξαγόραστος, αδιάφθορος 2. φρ. «δώρον άδωρον» και αρχ. «δῶρα ἅδωρα», άχρηστο δώρο, ανώφελη, μάταιη προσφορά αρχ. αυτός που δεν δίνει δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δῶρον. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
άπρατος — ἄπρατος, ον (Α) [πρίασθαι] 1. ο απούλητος 2. ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος … Dictionary of Greek
ακαταδέκαστος — ἀκαταδέκαστος, ον (Μ) [*καταδεκάζω] όποιος δεν δεκάζεται με κανένα τρόπο, ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος … Dictionary of Greek
αξαγόραστος — η, ο 1. ο ανεξαγόραστος* 2. ο πολύτιμος … Dictionary of Greek